ὁμόψηφοι

ὁμόψηφοι
ὁμόψηφος
voting with
masc/fem nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ομόψηφος — η, ο (Α ὁμόψηφος, ον) αυτός που δίνει την ίδια ψήφο με άλλον ή άλλους («ὁμόψηφοι κατ ἐκείνων τῶν ἀνδρῶν τοῑς τριάκοντα γενήσονται», Λυσ.) νεοελλ. αυτός που αποφασίστηκε ομόθυμα, με κοινή ψήφο αρχ. αυτός που έχει το ίδιο δικαίωμα ψήφου ή γνώμης με …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”